Η Θεσσαλονίκη μέσα από τον φακό του Γιώργου Λυκίδη.
Η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου (και όχι μόνο), μέσα από τον φακό του Γιώργου Λυκίδη.
Πηγή: https://www.facebook.com/media/set/?set=oa.10153143875419599&type=1
Η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου (και όχι μόνο), μέσα από τον φακό του Γιώργου Λυκίδη.
Πηγή: https://www.facebook.com/media/set/?set=oa.10153143875419599&type=1
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
με τα σημάδια Της απάνω μου ….
« ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ», (1980) , ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα
Παρομοιάζω το σώμα μου με την πόλη αυτή – είναι, άλλωστε, η γενέτειρά μου και προς αυτήν πάντοτε κατατείνω. Τόσο τυραννικά διακατέχομαι, ώστε πράγμα αστείο ίσως, νιώθω καμιά φορά να χαράζεται η τοπιογραφία της απάνω μου, με τα σημάδια της, τα σχήματα και τα χρώματά της. Μεγάλο Καράμπουρνου, ας πούμε είναι σε όλο της το μεγαλείο η μύτη μου, Μικρό Καράμπουρνου, Καραμπουρνάκι, το επίμονο πηγούνι μου. Δεν μπορώ να μη θυμηθώ τους στίχους «Πέρα στο Καραμπουρνάκι, είχα ένα νταλγκαδάκι», που έμελπε ο θεόπνευστος ποιητή της. Ελπίζω να μην εννοούσε το πηγούνι μου, αν και όλα να τα περιμένεις. Εξάλλου, αν στα δύο αυτά ακρωτήρια δώσουμε τα βυζαντινά τους ονόματα, Μέγα Έμβολον και Μικρόν Έμβολον, το πράγμα τότε φωτίζεται, λαβαίνοντας την εξήγησή του. Εκεί στο οχυρωμένο, πάντοτε, Καράμπουρνου, τη Μαύρη Μύτη, είχαν οι ελληνικές αρχές στήσει την καραντίνα και τα στρατόπεδα για τους πρόσφυγες, Πόντιους και Μικρασιάτες, το Είκοσι δύο. Κόσμος και κοσμάκης, τουρκομερίτες και τουρκόγλωσσοι ακόμα Γιουνάνιδες, διέσχισε στεριές και θάλασσες, γλίτωσε από το μαχαίρι, και ήρθε για ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή εδώ, κάτω από πλούσιο παλιολλαδίτικο βρισίδι. Κατά περίεργη σύμπτωση, μια σπάνια παράδοση διασώζει, πως και ο Αινείας, φεύγοντας μετά της Τροίας την καταστροφή, άραξε για ένα διάστημα σ’ αυτό το ακρωτήριο. Το Δώδεκα, όταν ο τουρκικός στρατός παράδωσε στους Έλληνες τη Σαλονίκη, εδώ στο Καράμπουρνου περιορίστηκε, κατά τους όρους της συνθήκης, μέχρι πέρατος του πολέμου. Καμιά φορά, όταν ο καιρός είναι θολός, και συχνά είναι θολός, και ρίχνει συχνές καταιγίδες προς τα εκεί, το μάτι ως το Καράμπουρνου αδύνατο να φτάσει. Εγώ όμως εδώ, καθώς δεν εμφιλοχωρούν ποτέ σύννεφα, όλα τα εποπτεύω, πάντοτε φωτιζόμενα, με μυστικές αλλοιώσεις. Αυτή την ορατότητα και αλλοίωση δεν έχουν τρόπο να τη νιώσουν ορισμένοι, μάλιστα γηγενείς και σκανδαλίζονται άγρια με την επίμονη θέασή μου. «Ωστόσο, εγώ είμαι στο Εφταπύργιο – σε κείνον τον πύργο, που ξέρεις – και σε κοιτάω. Ναι, είσαι μεγάλη πολιτεία, η πιο μεγάλη απ’ όλες τις ελληνικές. Δεν έχεις, βέβαια, τις αρχαιότητες της Αθήνας, ούτε τις δόξες της, όμως ασύγκριτα ευρύτερη έκταση παλαιάς καθημερινότητας σε σκεπάζει. Οι συνοικίες σου δεν είναι φρέσκιες και αδούλευτες, χωράφια με υπολείμματα από ελαιώνες, αλλά πασπαλισμένες γκρίζα σκόνη, στάχτη και τριμμένα κόκκαλα, μούχλα και κατουρλιά των αιώνων. Περπατώντας εντός σου, χάνεται κανείς μες στη μακεδονίτικη σαλάτα των λαών και το λαβύρινθο των χρόνων. Έφαγες κι έφαγες ανθρώπους εσύ, ω Νύμφη, εκατομμύρια πατίκωσες μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά» . Το Εφταπύργιο, απόπου κοιτάω παραμιλώντας, είναι, βέβαια, το κεφάλι μου, όχι και τόσο απόρθητο όσο φαντάζει. Από εδώ, άλλωστε, από το Τριγώνιο – κάνω άραγε σωστά που αντιστέκομαι στους προσφερόμενους συνειρμούς ; - μπήκαν οι Αγαρηνοί με τον Μουράτη και τον Αλή Εβρενός. Τα σπαστά καστανά μαλλιά μου, που δεν εννοούν, ευτυχώς, να ενδώσουν στο χρόνο, αν και τα τριγυρίζει σαν τον Τούρκο του κάστρου της Ωριάς, είναι τα σκουριασμένα βορινά τείχη με τους κουλέδες τους. Εδώ απάνω δεν θέλησε να καλπάσει τότε ο Άγιος Δημήτριος. Και όμως, τόσο λιγοστοί ήσαν οι υπερασπιστές, ώστε ένας άνθρωπος έπρεπε να υπερασπίζεται δυό και τρεις επάλξεις, κουλέδες, όπως έλεγαν. Κι αυτό, όχι για να διασώσει καμιά ελευθερία του, αλλά τη βενετσιάνικη σκλαβιά του, στην οποία αντί πολλών χρημάτων, τους είχε ρίξει ο «Δεσπότης» και πρίγκιπας της έσχατης παρακμής Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ο μετέπειτα μοναχός Ακάκιος, που αφού διέλυσε κι αυτός ό,τι μπόρεσε, πέθανε σε λίγα χρόνια από ελεφαντίαση στο Μοριά. Και ακόμα, οι γελοίοι εκείνοι τυχοδιώκτες, οι Βενετσιάνοι, που ενώ δεν μπορούσαν να ωφελέσουν σε τίποτε, ανακατεύονταν από υπολογιστικότητα παντού, είχαν τοποθετήσει ανάμεσα στους μαχητές ένα τάγμα ληστάρχων και φονιάδων, που λεγόντουσαν «τζετάριοι» , λέξη που ίσως δεν είναι άσχετη με τους «τσέτες», για να επιβλέπουν την πανάθλια άμυνα, να σπιουνεύουν και στην ανάγκη επί τόπου να δολοφονούν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πάλι καλά που βρέθηκαν άνθρωποι για να υπερασπίσουν την πόλη. «Ιλίγγου πληρούμαι…» ψελλίζει το Χρονικό της Αλώσεως. Και, φυσικά, κάποια ώρα τα πάντα πλημμύρισαν, όχι μονάχα ιλίγγου, αλλά και λυσσασμένης Τουρκιάς. « Ενάτην ήγε και εικοστήν ο Μάρτιος τότε…», σημειώνει για την άλωση της Θεσσαλονίκης του 1430, του 6938 δηλαδή από Κτίσεως Κόσμου, ο αυτόπτης Ιωάννης ο Αναγνώστης….. Ο Ιωάννης Αναγνώστης, λοιπόν διεκτραγωδεί : «Όταν οι πολέμιοι με σκάλες και λαγούμια βρέθηκαν μέσα στην πόλη, άλλοι τους έτρεχαν για τα σπιτικά και τους κατοίκους, και άλλοι πάλι. προς τις πύλες της πόλεως, να τις ανοίξουν, να μπει ο Μουράτης με το στράτευμα. Και μπορούσες να τους δεις σαν το μελίσσι, σαν τα άγρια θεριά, να εισορμούν, να βγάζουν ουρλιαχτά, με την απόφαση του φόνου μας πάνω στο πρόσωπό τους, να κυριαρχούν στην πολιτεία, άλλοι πεζοί και άλλοι καβαλαραίοι. ….» Καλός ο Ιωάννης ο Αναγνώστης, άξιος της ευγνωμοσύνης μας, αλλά δεν μπορούσε ο ευλογημένος να προσθέσει μερικά πιο συγκεκριμένα πράγματα; Τοποθεσίες, ονομασίες, επίθετα, κτίρια, δρόμους – θα ήτανε άκρως πιο συναρπαστικό τώρα το χρονικό του. … Πάντως, εφτά χιλιάδες Θεσσαλονικείς, όσοι λένε, πως είχαν σφαγεί στον Ιππόδρομο και επί του κτήνους εκείνου, του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, που οι Θεσσαλονικείς σοφά ποιούντες δεν του έχουν αφιερώσει κανένα δρόμο, ενώ η Εκκλησία τον έχει, δυστυχώς, ανακηρύξει Άγιο, σύρθηκαν τότε στην αιχμαλωσία και πολλοί απ’ αυτούς δε λυτρώθηκαν ποτέ τους από τη σκλαβιά. Γι’ αυτό και η πολιτεία αυτή, μετά από τόσα μα και πολλά άλλα, είναι γεμάτη πνεύματα τεθνεώντων, και όταν ακόμη βαστούσαν τα λιθόστρωτα και τα παλιά σπίτια, αυτό το ένιωθε ο κάθε αθώος άνθρωπος, και ιδιαίτερα τα παιδιά, ενώ τώρα με τα μέγαρα το πράγμα, φαινομενικά, υποχώρησε, όμως η χαρακτηριστική εκείνη μούχλα, η οσμή και η απόχρωση, κερδίζουν διαρκώς έδαφος και ίσως αυτό να σημαίνει κάποια επάνοδο. Ο άρχων Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο κουροπαλάτης, λέγει κάπου για τη μητέρα Θεσσαλονίκη: «Παντού η μνήμη δημιουργεί παραισθήσεις θυμιάματος και λιβανιού». Και η αδελφή αυτού Ζωή Καρέλλη, η Ζωστή, συμπληρώνει για την πολιτεία μας: «Πνοή θανάτου περνά από πάνω της». Το στρατόπεδο όπου τους πήγαν, πρέπει να ήταν στον κάμπο της δυτικής μεριάς του Βαρδαρίου, όπου γινόταν η εμποροπανήγυρη, τα Δημήτρεια, και όπου αργότερα οδηγούσαν οι Γερμανοί τους Εβραίους. Άλλωστε, από εκεί είχε κουβαληθεί ο τρισκατάρατος Μουράτης, από τα κονιορτοβριθή Γιαννιτσά, που τα είχαν ανακηρύξει σε ιερή τους πόλη, ίσως επειδή είχε πολλά βαλτονέρια, και που έγινε φωλεά της ανοικονόμητης οικογένειας των Εβρενός. Παλαιότερα, στα δυτικά αυτά τείχη, επάνω από μια πύλη που το όνομά της ήταν «Ληταία», υπήρχε σε μαρμάρινη πλάκα, μια χάραξη στη γλώσσα τους, σχετική μ’ αυτό το κούρσεμα της πόλεώς μας: «Ενώ κοιμόταν ο Μουράτ στο παλάτι του στα Γεννιτσά, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Θεός και του έδωσε να μυρίσει ένα γεμάτο ευωδιά ωραίο τριαντάφυλλο. Τόσο θαμπώθηκε ο σουλτάνος από την ομορφιά του, ώστε θερμοπαρακάλεσε το Θεό να του το δώσει. Και ο Θεός απάντησε: Το τριαντάφυλλο αυτό, Μουράτ, είναι η Θεσσαλονίκη. Γνώρισε ότι σου είναι δοσμένο από τον ουρανό να το απολαύσεις. Μη χάνεις τον καιρό σου και πήγαινε να το πάρεις. Στην προτροπή αυτή του Θεού υπακούοντας ο Μουράτ, βάδισε εναντίον της Θεσσαλονίκης, και καθώς ήταν γραμμένο, την κυρίεψε». Όσο για την αβρότητα με την οποία έκοψε ο φιλανθής Μουράτ το τριαντάφυλλο, το ακούσαμε από τον Ιωάννη τον Αναγνώστη. Οι Τούρκοι κι αν ήταν παραμυθάδες! Βρήκαν την πόλη σχεδόν ανυπεράσπιστη, πέτυχαν αυτό που ήθελαν, και άρχισαν μετά τα μασάλια…
Ο μεγάλος ιστορικός και δάσκαλός μου Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει στην ιστορία του για τη Μακεδονία τα ακόλουθα: «Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ως τις αρχές του περασμένου ακόμη αιώνα σώζονταν μέσα σε αποθήκες των τειχών της ακρόπολης και έπειτα μέσα στον Μπαρούτ Χανέ (Πύργο Πυρίτιδας, όπου άλλοτε η Εφορεία Υλικού πολέμου), μέσα σε κάσες, τα βέλη των υπερασπιστών, πολύ κοντά, και με σκοροφαγωμένα τα φτερά τους; Και ακόμα, οι περικεφαλαίες τους από μπλε τσόχα, ενισχυμένες απ’ έξω και από μέσα με διάφορα ελάσματα, προς διάφορες διευθύνσεις. Τι απέγιναν άραγε τα υπολείμματα αυτά του ιστορικού παρελθόντος;». Η περιοχή της Ακρόπολης, πάντως, σήμερα, λέγεται και Κουλέ – Καφέ. Αυτή, βέβαια, τοποθετείται, απάνω στο στέρνο μου. «Ακρόπολη», φοβάμαι, λένε και τη γριά, όταν εξακολουθεί να παριστάνει τη νέα και την όμορφη. Πάντως, αυτή είναι μια ταπεινή ακρόπολη, που δεν ονειρεύτηκε ποτέ της λατρείες, θυσίες ή και Βουλγαροκτόνους. Διαθέτει όμως τους βυζαντινούς Ταξιάρχες της, κι ακόμα τον Όσιο Δαβίδ, μονή Λατόμου. Δεν γνωρίζω πιο ραγισμένη, πιο θρυμματισμένη, ονομασία μοναστηριού, πιο ταπεινωμένη. Και, αληθινά, σαν σπίτι, σαν κουζίνα, είναι το κτίσμα που διασώζεται, με το όραμα όμως του Ιεζεκιήλ σε ψηφιδωτό απάνω. Στα λατομεία και στα κάτεργα και στο Γεντί – Κουλέ… Το τελευταίο αυτό είναι σίγουρα, το μυαλό μου. Έχω εδώ φυλακωμένα πράματα πολλά, που άλλα θα δουν το φως και άλλα όχι. Το κτιστό φως, βέβαια. Το κτισμένο. Το άκτιστο θα τα ακτινοσκοπήσει, οπωσδήποτε. Πέφτει το βράδυ και στο Γεντί – Κουλέ. Όμως εγώ διακρίνω ολοκάθαρα μες στην ομίχλη. Το ένα μάτι μου είναι η μονή Βλατάδων με τα ονειρευτά παγώνια, τα αναστημένα από τον καλλιμάρτυρα Παγκράτιο, το άλλο η Άσπρη Πέτρα, πάνω κι από το Σέϊχ – Σου, όπου το πυροβολικό έκανε τις βολές του, ακόμα και ο στόλος, περνώντας τις οβίδες από πάνω μας. Τα τείχη μας κατηφορίζουν προς την θάλασσα. Είναι οι γραμμές του σώματός μου. Σε αρκετές μεριές, άνθρωποι λαϊκοί έχουν στηρίξει τα καλύβια τους, κατάφεραν ν’ ανοίξουνε και τρύπες. Απορώ πώς έχουν κατορθώσει αυτό, που δεν το μπόρεσαν στρατοί και στόλοι. Θέλουν να δημιουργήσουν την οικογένειά τους και τρυπούν. Τα τείχη κατεβαίνουν προς τη θάλασσα. Τα αριστερά, σε κείνο το σημείο που αντιστοιχούν στο μέρος της καρδιάς μου, έρχονται και αντικρίζονται με τα νοσοκομεία, για να μην πω, με την Ευαγγελίστρια. Το Δημοτικό πρώτα και το Προσφυγικό παρακάτω. Πολλοί δικοί μας έχουν πεθάνει εδώ, ακόμα και στους προθαλάμους, πάνω σε ράντζα με απανωτούς λεκέδες από αίματα. Κάποτε, ξημερώματα, είδα μια οικογένεια χωρικών να διανυκτερεύει μες στο κρύο απέναντι από το Προσφυγικό – έχει αλλάξει ονομασία, αλλά εγώ έτσι θέλω να το λέω – νοσοκομείο, σ’ ένα βαθούλωμα που σχημάτιζε μια κατερχόμενη σκάλα του αντικρινού και ανυπόφορα μοντέρνου αρχιτεκτονικά πανεπιστημιακού κτιρίου. Ήταν όλοι τους όρθιοι μες στο λάκκο και κοιτούσαν, με τα κεφάλια τους στο επίπεδο του δρόμου, προς το νοσοκομείο, όπου θα χαροπάλευε κάποιος άνθρωπός τους. Το ξέρω πως είναι πολύ συγκινητικά όλα αυτά και απαράδεχτα για τις αισθητικές απόψεις ορισμένων χαντούμηδων λογίων, αλλά για μας έτσι είναι. Όταν παρατηρώ τώρα τους πλούσιους, πως κάνουνε για μία παρονυχίδα, πως ξεσηκώνουνε συναγερμό, πως τρέχουνε σε ό,τι καλύτερο, όλο εκείνα τα παθήματά μας τα σχεδόν αστεία, από μια άποψη, συλλογίζομαι, πέφτοντας σε λογαριασμούς ολοένα και πιο περίπλοκους, σε ποια ηλικία θα’ τανε τώρα ο καθένας τους, αν είχαμε αυτές τις γνωριμίες κι εμείς κι αυτά τα μέσα. Αληθινά αξίζει μια επανάσταση για κάτι τέτοια.
Πάντως, το Πανεπιστήμιο, που ακολουθεί, αντιστοιχεί περισσότερο με την κοιλιά μου, παρά με το πνεύμα μου. Παρόλα όσα λένε, κάτι αποδίδει ακόμα και το ξερό πτυχίο, σκοτώνεται ο κόσμος για ένα μεροκάματο. Στην πανεπιστημιούπολη πολλά ακόμη κτίρια ξεφυτρώνουν, όμως εγώ δεν βλέπω παρά μόνο τα εβραίικα μνήματα να τρέμουνε μες στο λιοπύρι, όπως τρεμουλιάζει ο «αέρας», που συμβολίζει την πνοή του Αγίου Πνεύματος ή την αναζωπύρωση μιας φωτιάς, πάνω από το δισκοπότηρο, όταν στην εκκλησία απαγγέλεται το «Πιστεύω». Θα φουντώσει η φωτιά, θ’ αναστηθούνε κάποτε όλοι αυτοί. Και θα καθίσουνε σαν άσπιλες χρυσαλίδες πάνω στο κουκούλι. Κι αυτοί που κείτονταν, κι αυτοί που έκαναν έρωτα τις νύχτες από πάνω. Δεν μπορούν να ματαιώσουν τίποτε οι μπουλντόζες. Το Συντριβάνι που ξαναστήθηκε – όχι ακριβώς στο ίδιο σημείο είναι αλήθεια – αποτελεί τον κόμβο μου, το γόνατό μου. Όσο κι αν γκρίνιαξαν οι διάφοροι απαίσιοι, γεγονός είναι ότι μπορεί να ξαναέχει κανείς τη χαρά να δίνει το ραντεβού του στο Συντριβάνι. Η γάμπα μου αντιστοιχεί στα Δικαστήρια και η πατούσα μου στην ξύλινη εξέδρα, που δεν υπάρχει πια, παρακάτω από τον Πύργο, μες στη θάλασσα. Πάντως, πιο πάνω διαθέτω τη Στρατιωτική Λέσχη μου και την Εταιρεία των Μακεδονικών Σπουδών μου. Τα ιδρύματα αυτά τοποθετούνται ένθεν κακείθεν του αριστερού αστραγάλου μου. Η πιο ωραία φωτογραφία από την απελευθέρωση του Δώδεκα είναι παρμένη σ’ αυτήν εδώ την περιοχή. Έβρεχε ασταμάτητα και τότε. Όλα γυάλιζαν. Και ακόμα : «Σήμερον την πρωίαν ο ενθουσιώδης λοχαγός του Μηχανικού Εξαδάκτυλος, γνωστός εν τη πόλει μας ως Αθανάσιος Αντωνίου, συνοδευόμενος υπό του κυρίου Ίωνος Δραγούμη, ήνοιξαν το Ελληνικόν Προξενείον και ανεπέτασσαν την ελληνικήν σημαίαν». Εμένα κάτι τέτοια με ηλεκτρίζουν και αδιαφορώ για τις νέες ετικέττες που μπορούν, αν βρεθεί χώρος, να μου κολλήσουν.
Από την άλλη κατηφόρα, τη δυτική, το δεξιό βυζί μου αντιστοιχεί στο ναό Ηλιού του Προφήτη. Τέτοια ωραία εκκλησία και να τη στήσει τόσο αδέξιος μηχανικός! Ο αρχιτέκτονας όμως σαϊνι. Και είναι να θαυμάζει ακόμα πιο πολύ κανείς, όταν σκεφτεί πως το αριστούργημα αυτό γινότανε τον καιρό που οι Τούρκοι με τον Βαγιαζίτ τριγύριζαν σαν τα τσακάλια έξω από τη Θεσσαλονίκη, την οποία και πρωτοκυρίεψαν το 1391. Σκοτεινά χρόνια… «Εμαστίχθημεν μετρίως» σημειώνει με αρκετή ανακούφιση ο αρχιεπίσκοπος Ισίδωρος. Η μέση μου, το πανωκόρμι μου, όπου και οι μαστιγώσεις, αντιστοιχεί αποδώ μεριά μάλλον με το Διοικητήριο. Κτίριο ωραίο και χαρωπό, που όμως σχεδόν ποτέ δεν στέγασε – πλην του Ιασωνίδη – έναν δικό μας διοικητή, ένα ίνδαλμά μας. Εδώ είχε την έδρα του ο συμπαθέστατος εκείνος Τούρκος στρατηγός, ο Ταχσίν Πασάς, που μας παρέδωσε το Δώδεκα με φανερή προτίμηση, αν όχι και χαρά, τη Σαλονίκη. Είχα δει, μεταπολεμικά, στο ξενοδοχείο «Ριτς» της πόλεώς μας την έκθεση ζωγραφικής του γιού του Κενάν Ταχσίν Μεσσαρέ, όπου όλοι οι πίνακες – ακουαρέλες – παρουσίαζαν σκηνές από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, στα οποία Γιάννινα εγκαταστάθηκε και εξακολουθεί ευτυχώς να υπάρχει. Ίσως, βέβαια, να μην μπορούσε να κρατήσει τη Θεσσαλονίκη ο γέρο-στρατηγός, αλλά μπορούσε και αλλού να την παραδώσει, με το αζημίωτο μάλιστα. και τότε η περιπλοκή θα ήταν κάτι το ασύλληπτο… Προχωρώντας λοξά, βρίσκω ότι η δεξιά πλευρά της κοιλιάς μου είναι το Βαρδάρι, πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου. Είναι η Μπάρα, τα Λαϊκά σινεμά, τα χάνια και τα πεζοδρόμια, αλλά και οι Δώδεκα Απόστολοι και το θαμμένο Σαράπειο, η οδός Μοναστηρίου και η οδός Λαγκαδά, ιστορικοί δρόμοι και ωραίοι κάποτε, μοσκοβολιστοί σαν αχτάρικα. Αποδώ μπήκαν, στις 26 – 28 Οκτωβρίου, οι Έλληνες το Δώδεκα, αποδώ έφευγε ο στρατός για την Αλβανία μετά τις 28 Οκτωβρίου του Σαράντα, και αποδώ, πάλι, ξεκουμπίστηκαν, από τις 26 – 29 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί το Σαραντατέσσερα, μέρα Κυριακή, οι τελευταίοι, και ώραν ωσεί τετάρτην του απογεύματος… Αλλά την τελευταία απελευθέρωσή μας δεν μπορούμε, λέει, να την γιορτάσουμε, γιατί δεν υπάρχει τέτοια γιορτή νομοθετημένη… Και πώς να υπάρχει; Θου, Κύριε, φυλακήν τω στοματί μου.
Η γάμπα μου η δεξιά είναι ο δρόμος εκείνος που τραβάει για τον Παλιό Σταθμό και που ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω το όνομά του. Τελείως ξεχαρβαλωμένος πια από τα γκρεμίσματα και τις φρικτές ανεγέρσεις. Πάνε τα πανδοχεία τα εξαίρετα όπου οι συναντήσεις οι εξαίρετες: πατρόνες, ματρόνες, χωρικοί και χωρικές, και φτωχοί φαντάροι που κοιμόντουσαν όχι μονάχα με τα ρούχα αλλά και με τα άρβυλα. Από την άλλη πλευρά, εκεί όπου ακουμπούσαν τα υπαίθρια ουρητήρια, χτίζεται το καλλιμάρμαρο μέγαρο της Δικαιοσύνης. Αυτό το μεγαθήριο ήθελαν να το στήσουν οι άμυαλοι στην πλατεία Δικαστηρίων, εκείνην δηλαδή του Ομφαλού – πλατεία που αντιστοιχεί, πιστεύω, με τα σπλάχνα μου και με τον αφαλό μου, το κέντρο του σώματος, το κέντρο της μυστικής βυζαντινής Ελλάδας. Πάντως, για να χτιστούν τα δικαστήρια αυτά έριξαν τη μάντρα της Παλιάς Εφορίας Υλικού Πολέμου, όπου ο Μπαρούτ – Χανές, που αναφέραμε, και αποκαλύφθηκαν εκεί τείχη ωραιότατα, ταπεινά και θαλασσινά, όχι αγέρωχα σαν εκείνα των υψωμάτων, που δεν τα γνωρίζαμε ούτε εμείς οι λάτρεις. Ένα μέρος του τείχους, γλυμμένο και ευπρεπισμένο, προχωρεί, τώρα και στεγάζεται κάτω από το Μέγαρο το Δικαστικό, σε έναν μίζερο και γελοίο διάδρομο. Έτσι μ’ αυτήν την εξυπνάδα, έλυσαν το πρόβλημα του οικοπέδου. Όπως στην Αθήνα, όπου κάτω από το κτίριο ενός Υπουργείου διαφυλάσσεται, με αρκετά αεράτο τρόπο, είναι η αλήθεια, μια μικρή εκκλησία, που τη φωτογραφίζουν με ιδιαίτερο ζήλο οι Γιαπωνέζοι τουρίστες, οι οποίοι κάτι ξέρουν από πραγματικό στρίμωγμα. Αλλά στην περίπτωση του τείχους η εικόνα είναι απαράδεχτη, όχι μονάχα εξαιτίας της μιζέριας του διαδρόμου, αλλά και από το αφύσικο της σύζευξης. Από πότε άρχισε να προστατεύει η μυρμηγκοφαγική γραφειοκρατία τη μαχητικότητα, τα νιάτα και τη λεβεντιά; Και έτσι, με το’ να και με τ’ άλλο, η πόλη μας δεν υπάρχει πια, κι αν δεν το νιώθουμε ακόμη και τόσο, είναι γιατί τη συγκρατεί το μνημονικό μας. Υπάρχουν ευτυχώς ακόμα, και επιβάλλουν την παρουσία τους, τα τείχη και οι εκκλησίες οι βυζαντινές. Αυτές εξακολουθούν να κρατούν τα πράγματα. Θα έρθει, πιστεύω, εποχή που θα μας μέμφονται άγρια, καθώς θα τους είναι αδύνατο να συλλάβουν τη σημερινή παντοδυναμία των εργολάβων.
Εισχωρώντας, νιώθω στα σφυρά μου τον παλιό Σταθμό, όπου τα ταμπόνια των βαγονιών χτυπούν και μουδιάζουν, όπως και οι αστράγαλοι. Το πόδι μου, η πατούσα μου η δεξιά, είναι η προβλήτα της Ελευθέρας Ζώνης, που θα ήταν καλύτερο να τη νιώθω στη μέση μου για περισσότερη σιγουριά μου. Πάντως, η φτέρνα μου πατάει γερά στο Κέντρο Διερχομένων, που παραμένει αναλλοίωτο αφότου φύλαγα εκεί σκοπός. «Αν θέλεις να με πεθάνεις, εδώ βάρα με, τηλεκλητέ Πριαμίδη» .
Ο κόλπος ο Θερμαϊκός εισχωρεί, βέβαια, ανάμεσα στα πόδια μου – και ας αφήσω τις φτηνές συσχετίσεις που αυθόρμητα ξεπετάγονται. Δεν είναι πια διάφανος και δροσερός, όπως πρώτα. Με ψάρια άπειρα, ασημένιες σαγίτες, κατά τις ομαδικές τους τροπές. Έχει αρχίσει κάποια στασιμότητα, αναθυμίαση κάποια.
«Μαζί σαπίζουμε, Νύμφη του Θερμαϊκού.
Είσαι Νύμφη και είμαι Νυμφίος.
Και είσαι η γενέτειρά μου.
Εσύ, βέβαια, κάποτε θα ξανανιώσεις, όταν όλα αυτά τα μπετά ξαναγίνουνε,
έτσι ή αλλιώς χώματα.
Και στον καιρό της νέας δόξας σου, της νέας αναγέννησής σου,
αν είσαι η μάνα, η ανά, η μάϊκω, και η μάντρε,
εμάς Μπαγιάτιδες και Γιουνάνιδες, Αποικιστές και Αποίκους,
που όμως φέρνουμε τις ουλές και τα σφραγίσματά σου,
μη μας πατικώσεις
μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά,
όπως τόσο καλά ξέρεις,
αλλά να μας ξαναθυμηθείς,
να μας πεις υιούς σου
και να μας εξυψώσεις»
με τα σημάδια Της απάνω μου ….
« ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ», (1980) , ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα
Παρομοιάζω το σώμα μου με την πόλη αυτή – είναι, άλλωστε, η γενέτειρά μου και προς αυτήν πάντοτε κατατείνω. Τόσο τυραννικά διακατέχομαι, ώστε πράγμα αστείο ίσως, νιώθω καμιά φορά να χαράζεται η τοπιογραφία της απάνω μου, με τα σημάδια της, τα σχήματα και τα χρώματά της. Μεγάλο Καράμπουρνου, ας πούμε είναι σε όλο της το μεγαλείο η μύτη μου, Μικρό Καράμπουρνου, Καραμπουρνάκι, το επίμονο πηγούνι μου. Δεν μπορώ να μη θυμηθώ τους στίχους «Πέρα στο Καραμπουρνάκι, είχα ένα νταλγκαδάκι», που έμελπε ο θεόπνευστος ποιητή της. Ελπίζω να μην εννοούσε το πηγούνι μου, αν και όλα να τα περιμένεις. Εξάλλου, αν στα δύο αυτά ακρωτήρια δώσουμε τα βυζαντινά τους ονόματα, Μέγα Έμβολον και Μικρόν Έμβολον, το πράγμα τότε φωτίζεται, λαβαίνοντας την εξήγησή του. Εκεί στο οχυρωμένο, πάντοτε, Καράμπουρνου, τη Μαύρη Μύτη, είχαν οι ελληνικές αρχές στήσει την καραντίνα και τα στρατόπεδα για τους πρόσφυγες, Πόντιους και Μικρασιάτες, το Είκοσι δύο. Κόσμος και κοσμάκης, τουρκομερίτες και τουρκόγλωσσοι ακόμα Γιουνάνιδες, διέσχισε στεριές και θάλασσες, γλίτωσε από το μαχαίρι, και ήρθε για ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή εδώ, κάτω από πλούσιο παλιολλαδίτικο βρισίδι. Κατά περίεργη σύμπτωση, μια σπάνια παράδοση διασώζει, πως και ο Αινείας, φεύγοντας μετά της Τροίας την καταστροφή, άραξε για ένα διάστημα σ’ αυτό το ακρωτήριο. Το Δώδεκα, όταν ο τουρκικός στρατός παράδωσε στους Έλληνες τη Σαλονίκη, εδώ στο Καράμπουρνου περιορίστηκε, κατά τους όρους της συνθήκης, μέχρι πέρατος του πολέμου. Καμιά φορά, όταν ο καιρός είναι θολός, και συχνά είναι θολός, και ρίχνει συχνές καταιγίδες προς τα εκεί, το μάτι ως το Καράμπουρνου αδύνατο να φτάσει. Εγώ όμως εδώ, καθώς δεν εμφιλοχωρούν ποτέ σύννεφα, όλα τα εποπτεύω, πάντοτε φωτιζόμενα, με μυστικές αλλοιώσεις. Αυτή την ορατότητα και αλλοίωση δεν έχουν τρόπο να τη νιώσουν ορισμένοι, μάλιστα γηγενείς και σκανδαλίζονται άγρια με την επίμονη θέασή μου. «Ωστόσο, εγώ είμαι στο Εφταπύργιο – σε κείνον τον πύργο, που ξέρεις – και σε κοιτάω. Ναι, είσαι μεγάλη πολιτεία, η πιο μεγάλη απ’ όλες τις ελληνικές. Δεν έχεις, βέβαια, τις αρχαιότητες της Αθήνας, ούτε τις δόξες της, όμως ασύγκριτα ευρύτερη έκταση παλαιάς καθημερινότητας σε σκεπάζει. Οι συνοικίες σου δεν είναι φρέσκιες και αδούλευτες, χωράφια με υπολείμματα από ελαιώνες, αλλά πασπαλισμένες γκρίζα σκόνη, στάχτη και τριμμένα κόκκαλα, μούχλα και κατουρλιά των αιώνων. Περπατώντας εντός σου, χάνεται κανείς μες στη μακεδονίτικη σαλάτα των λαών και το λαβύρινθο των χρόνων. Έφαγες κι έφαγες ανθρώπους εσύ, ω Νύμφη, εκατομμύρια πατίκωσες μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά» . Το Εφταπύργιο, απόπου κοιτάω παραμιλώντας, είναι, βέβαια, το κεφάλι μου, όχι και τόσο απόρθητο όσο φαντάζει. Από εδώ, άλλωστε, από το Τριγώνιο – κάνω άραγε σωστά που αντιστέκομαι στους προσφερόμενους συνειρμούς ; - μπήκαν οι Αγαρηνοί με τον Μουράτη και τον Αλή Εβρενός. Τα σπαστά καστανά μαλλιά μου, που δεν εννοούν, ευτυχώς, να ενδώσουν στο χρόνο, αν και τα τριγυρίζει σαν τον Τούρκο του κάστρου της Ωριάς, είναι τα σκουριασμένα βορινά τείχη με τους κουλέδες τους. Εδώ απάνω δεν θέλησε να καλπάσει τότε ο Άγιος Δημήτριος. Και όμως, τόσο λιγοστοί ήσαν οι υπερασπιστές, ώστε ένας άνθρωπος έπρεπε να υπερασπίζεται δυό και τρεις επάλξεις, κουλέδες, όπως έλεγαν. Κι αυτό, όχι για να διασώσει καμιά ελευθερία του, αλλά τη βενετσιάνικη σκλαβιά του, στην οποία αντί πολλών χρημάτων, τους είχε ρίξει ο «Δεσπότης» και πρίγκιπας της έσχατης παρακμής Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ο μετέπειτα μοναχός Ακάκιος, που αφού διέλυσε κι αυτός ό,τι μπόρεσε, πέθανε σε λίγα χρόνια από ελεφαντίαση στο Μοριά. Και ακόμα, οι γελοίοι εκείνοι τυχοδιώκτες, οι Βενετσιάνοι, που ενώ δεν μπορούσαν να ωφελέσουν σε τίποτε, ανακατεύονταν από υπολογιστικότητα παντού, είχαν τοποθετήσει ανάμεσα στους μαχητές ένα τάγμα ληστάρχων και φονιάδων, που λεγόντουσαν «τζετάριοι» , λέξη που ίσως δεν είναι άσχετη με τους «τσέτες», για να επιβλέπουν την πανάθλια άμυνα, να σπιουνεύουν και στην ανάγκη επί τόπου να δολοφονούν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πάλι καλά που βρέθηκαν άνθρωποι για να υπερασπίσουν την πόλη. «Ιλίγγου πληρούμαι…» ψελλίζει το Χρονικό της Αλώσεως. Και, φυσικά, κάποια ώρα τα πάντα πλημμύρισαν, όχι μονάχα ιλίγγου, αλλά και λυσσασμένης Τουρκιάς. « Ενάτην ήγε και εικοστήν ο Μάρτιος τότε…», σημειώνει για την άλωση της Θεσσαλονίκης του 1430, του 6938 δηλαδή από Κτίσεως Κόσμου, ο αυτόπτης Ιωάννης ο Αναγνώστης….. Ο Ιωάννης Αναγνώστης, λοιπόν διεκτραγωδεί : «Όταν οι πολέμιοι με σκάλες και λαγούμια βρέθηκαν μέσα στην πόλη, άλλοι τους έτρεχαν για τα σπιτικά και τους κατοίκους, και άλλοι πάλι. προς τις πύλες της πόλεως, να τις ανοίξουν, να μπει ο Μουράτης με το στράτευμα. Και μπορούσες να τους δεις σαν το μελίσσι, σαν τα άγρια θεριά, να εισορμούν, να βγάζουν ουρλιαχτά, με την απόφαση του φόνου μας πάνω στο πρόσωπό τους, να κυριαρχούν στην πολιτεία, άλλοι πεζοί και άλλοι καβαλαραίοι. ….» Καλός ο Ιωάννης ο Αναγνώστης, άξιος της ευγνωμοσύνης μας, αλλά δεν μπορούσε ο ευλογημένος να προσθέσει μερικά πιο συγκεκριμένα πράγματα; Τοποθεσίες, ονομασίες, επίθετα, κτίρια, δρόμους – θα ήτανε άκρως πιο συναρπαστικό τώρα το χρονικό του. … Πάντως, εφτά χιλιάδες Θεσσαλονικείς, όσοι λένε, πως είχαν σφαγεί στον Ιππόδρομο και επί του κτήνους εκείνου, του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, που οι Θεσσαλονικείς σοφά ποιούντες δεν του έχουν αφιερώσει κανένα δρόμο, ενώ η Εκκλησία τον έχει, δυστυχώς, ανακηρύξει Άγιο, σύρθηκαν τότε στην αιχμαλωσία και πολλοί απ’ αυτούς δε λυτρώθηκαν ποτέ τους από τη σκλαβιά. Γι’ αυτό και η πολιτεία αυτή, μετά από τόσα μα και πολλά άλλα, είναι γεμάτη πνεύματα τεθνεώντων, και όταν ακόμη βαστούσαν τα λιθόστρωτα και τα παλιά σπίτια, αυτό το ένιωθε ο κάθε αθώος άνθρωπος, και ιδιαίτερα τα παιδιά, ενώ τώρα με τα μέγαρα το πράγμα, φαινομενικά, υποχώρησε, όμως η χαρακτηριστική εκείνη μούχλα, η οσμή και η απόχρωση, κερδίζουν διαρκώς έδαφος και ίσως αυτό να σημαίνει κάποια επάνοδο. Ο άρχων Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο κουροπαλάτης, λέγει κάπου για τη μητέρα Θεσσαλονίκη: «Παντού η μνήμη δημιουργεί παραισθήσεις θυμιάματος και λιβανιού». Και η αδελφή αυτού Ζωή Καρέλλη, η Ζωστή, συμπληρώνει για την πολιτεία μας: «Πνοή θανάτου περνά από πάνω της». Το στρατόπεδο όπου τους πήγαν, πρέπει να ήταν στον κάμπο της δυτικής μεριάς του Βαρδαρίου, όπου γινόταν η εμποροπανήγυρη, τα Δημήτρεια, και όπου αργότερα οδηγούσαν οι Γερμανοί τους Εβραίους. Άλλωστε, από εκεί είχε κουβαληθεί ο τρισκατάρατος Μουράτης, από τα κονιορτοβριθή Γιαννιτσά, που τα είχαν ανακηρύξει σε ιερή τους πόλη, ίσως επειδή είχε πολλά βαλτονέρια, και που έγινε φωλεά της ανοικονόμητης οικογένειας των Εβρενός. Παλαιότερα, στα δυτικά αυτά τείχη, επάνω από μια πύλη που το όνομά της ήταν «Ληταία», υπήρχε σε μαρμάρινη πλάκα, μια χάραξη στη γλώσσα τους, σχετική μ’ αυτό το κούρσεμα της πόλεώς μας: «Ενώ κοιμόταν ο Μουράτ στο παλάτι του στα Γεννιτσά, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Θεός και του έδωσε να μυρίσει ένα γεμάτο ευωδιά ωραίο τριαντάφυλλο. Τόσο θαμπώθηκε ο σουλτάνος από την ομορφιά του, ώστε θερμοπαρακάλεσε το Θεό να του το δώσει. Και ο Θεός απάντησε: Το τριαντάφυλλο αυτό, Μουράτ, είναι η Θεσσαλονίκη. Γνώρισε ότι σου είναι δοσμένο από τον ουρανό να το απολαύσεις. Μη χάνεις τον καιρό σου και πήγαινε να το πάρεις. Στην προτροπή αυτή του Θεού υπακούοντας ο Μουράτ, βάδισε εναντίον της Θεσσαλονίκης, και καθώς ήταν γραμμένο, την κυρίεψε». Όσο για την αβρότητα με την οποία έκοψε ο φιλανθής Μουράτ το τριαντάφυλλο, το ακούσαμε από τον Ιωάννη τον Αναγνώστη. Οι Τούρκοι κι αν ήταν παραμυθάδες! Βρήκαν την πόλη σχεδόν ανυπεράσπιστη, πέτυχαν αυτό που ήθελαν, και άρχισαν μετά τα μασάλια…
Ο μεγάλος ιστορικός και δάσκαλός μου Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει στην ιστορία του για τη Μακεδονία τα ακόλουθα: «Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ως τις αρχές του περασμένου ακόμη αιώνα σώζονταν μέσα σε αποθήκες των τειχών της ακρόπολης και έπειτα μέσα στον Μπαρούτ Χανέ (Πύργο Πυρίτιδας, όπου άλλοτε η Εφορεία Υλικού πολέμου), μέσα σε κάσες, τα βέλη των υπερασπιστών, πολύ κοντά, και με σκοροφαγωμένα τα φτερά τους; Και ακόμα, οι περικεφαλαίες τους από μπλε τσόχα, ενισχυμένες απ’ έξω και από μέσα με διάφορα ελάσματα, προς διάφορες διευθύνσεις. Τι απέγιναν άραγε τα υπολείμματα αυτά του ιστορικού παρελθόντος;». Η περιοχή της Ακρόπολης, πάντως, σήμερα, λέγεται και Κουλέ – Καφέ. Αυτή, βέβαια, τοποθετείται, απάνω στο στέρνο μου. «Ακρόπολη», φοβάμαι, λένε και τη γριά, όταν εξακολουθεί να παριστάνει τη νέα και την όμορφη. Πάντως, αυτή είναι μια ταπεινή ακρόπολη, που δεν ονειρεύτηκε ποτέ της λατρείες, θυσίες ή και Βουλγαροκτόνους. Διαθέτει όμως τους βυζαντινούς Ταξιάρχες της, κι ακόμα τον Όσιο Δαβίδ, μονή Λατόμου. Δεν γνωρίζω πιο ραγισμένη, πιο θρυμματισμένη, ονομασία μοναστηριού, πιο ταπεινωμένη. Και, αληθινά, σαν σπίτι, σαν κουζίνα, είναι το κτίσμα που διασώζεται, με το όραμα όμως του Ιεζεκιήλ σε ψηφιδωτό απάνω. Στα λατομεία και στα κάτεργα και στο Γεντί – Κουλέ… Το τελευταίο αυτό είναι σίγουρα, το μυαλό μου. Έχω εδώ φυλακωμένα πράματα πολλά, που άλλα θα δουν το φως και άλλα όχι. Το κτιστό φως, βέβαια. Το κτισμένο. Το άκτιστο θα τα ακτινοσκοπήσει, οπωσδήποτε. Πέφτει το βράδυ και στο Γεντί – Κουλέ. Όμως εγώ διακρίνω ολοκάθαρα μες στην ομίχλη. Το ένα μάτι μου είναι η μονή Βλατάδων με τα ονειρευτά παγώνια, τα αναστημένα από τον καλλιμάρτυρα Παγκράτιο, το άλλο η Άσπρη Πέτρα, πάνω κι από το Σέϊχ – Σου, όπου το πυροβολικό έκανε τις βολές του, ακόμα και ο στόλος, περνώντας τις οβίδες από πάνω μας. Τα τείχη μας κατηφορίζουν προς την θάλασσα. Είναι οι γραμμές του σώματός μου. Σε αρκετές μεριές, άνθρωποι λαϊκοί έχουν στηρίξει τα καλύβια τους, κατάφεραν ν’ ανοίξουνε και τρύπες. Απορώ πώς έχουν κατορθώσει αυτό, που δεν το μπόρεσαν στρατοί και στόλοι. Θέλουν να δημιουργήσουν την οικογένειά τους και τρυπούν. Τα τείχη κατεβαίνουν προς τη θάλασσα. Τα αριστερά, σε κείνο το σημείο που αντιστοιχούν στο μέρος της καρδιάς μου, έρχονται και αντικρίζονται με τα νοσοκομεία, για να μην πω, με την Ευαγγελίστρια. Το Δημοτικό πρώτα και το Προσφυγικό παρακάτω. Πολλοί δικοί μας έχουν πεθάνει εδώ, ακόμα και στους προθαλάμους, πάνω σε ράντζα με απανωτούς λεκέδες από αίματα. Κάποτε, ξημερώματα, είδα μια οικογένεια χωρικών να διανυκτερεύει μες στο κρύο απέναντι από το Προσφυγικό – έχει αλλάξει ονομασία, αλλά εγώ έτσι θέλω να το λέω – νοσοκομείο, σ’ ένα βαθούλωμα που σχημάτιζε μια κατερχόμενη σκάλα του αντικρινού και ανυπόφορα μοντέρνου αρχιτεκτονικά πανεπιστημιακού κτιρίου. Ήταν όλοι τους όρθιοι μες στο λάκκο και κοιτούσαν, με τα κεφάλια τους στο επίπεδο του δρόμου, προς το νοσοκομείο, όπου θα χαροπάλευε κάποιος άνθρωπός τους. Το ξέρω πως είναι πολύ συγκινητικά όλα αυτά και απαράδεχτα για τις αισθητικές απόψεις ορισμένων χαντούμηδων λογίων, αλλά για μας έτσι είναι. Όταν παρατηρώ τώρα τους πλούσιους, πως κάνουνε για μία παρονυχίδα, πως ξεσηκώνουνε συναγερμό, πως τρέχουνε σε ό,τι καλύτερο, όλο εκείνα τα παθήματά μας τα σχεδόν αστεία, από μια άποψη, συλλογίζομαι, πέφτοντας σε λογαριασμούς ολοένα και πιο περίπλοκους, σε ποια ηλικία θα’ τανε τώρα ο καθένας τους, αν είχαμε αυτές τις γνωριμίες κι εμείς κι αυτά τα μέσα. Αληθινά αξίζει μια επανάσταση για κάτι τέτοια.
Πάντως, το Πανεπιστήμιο, που ακολουθεί, αντιστοιχεί περισσότερο με την κοιλιά μου, παρά με το πνεύμα μου. Παρόλα όσα λένε, κάτι αποδίδει ακόμα και το ξερό πτυχίο, σκοτώνεται ο κόσμος για ένα μεροκάματο. Στην πανεπιστημιούπολη πολλά ακόμη κτίρια ξεφυτρώνουν, όμως εγώ δεν βλέπω παρά μόνο τα εβραίικα μνήματα να τρέμουνε μες στο λιοπύρι, όπως τρεμουλιάζει ο «αέρας», που συμβολίζει την πνοή του Αγίου Πνεύματος ή την αναζωπύρωση μιας φωτιάς, πάνω από το δισκοπότηρο, όταν στην εκκλησία απαγγέλεται το «Πιστεύω». Θα φουντώσει η φωτιά, θ’ αναστηθούνε κάποτε όλοι αυτοί. Και θα καθίσουνε σαν άσπιλες χρυσαλίδες πάνω στο κουκούλι. Κι αυτοί που κείτονταν, κι αυτοί που έκαναν έρωτα τις νύχτες από πάνω. Δεν μπορούν να ματαιώσουν τίποτε οι μπουλντόζες. Το Συντριβάνι που ξαναστήθηκε – όχι ακριβώς στο ίδιο σημείο είναι αλήθεια – αποτελεί τον κόμβο μου, το γόνατό μου. Όσο κι αν γκρίνιαξαν οι διάφοροι απαίσιοι, γεγονός είναι ότι μπορεί να ξαναέχει κανείς τη χαρά να δίνει το ραντεβού του στο Συντριβάνι. Η γάμπα μου αντιστοιχεί στα Δικαστήρια και η πατούσα μου στην ξύλινη εξέδρα, που δεν υπάρχει πια, παρακάτω από τον Πύργο, μες στη θάλασσα. Πάντως, πιο πάνω διαθέτω τη Στρατιωτική Λέσχη μου και την Εταιρεία των Μακεδονικών Σπουδών μου. Τα ιδρύματα αυτά τοποθετούνται ένθεν κακείθεν του αριστερού αστραγάλου μου. Η πιο ωραία φωτογραφία από την απελευθέρωση του Δώδεκα είναι παρμένη σ’ αυτήν εδώ την περιοχή. Έβρεχε ασταμάτητα και τότε. Όλα γυάλιζαν. Και ακόμα : «Σήμερον την πρωίαν ο ενθουσιώδης λοχαγός του Μηχανικού Εξαδάκτυλος, γνωστός εν τη πόλει μας ως Αθανάσιος Αντωνίου, συνοδευόμενος υπό του κυρίου Ίωνος Δραγούμη, ήνοιξαν το Ελληνικόν Προξενείον και ανεπέτασσαν την ελληνικήν σημαίαν». Εμένα κάτι τέτοια με ηλεκτρίζουν και αδιαφορώ για τις νέες ετικέττες που μπορούν, αν βρεθεί χώρος, να μου κολλήσουν.
Από την άλλη κατηφόρα, τη δυτική, το δεξιό βυζί μου αντιστοιχεί στο ναό Ηλιού του Προφήτη. Τέτοια ωραία εκκλησία και να τη στήσει τόσο αδέξιος μηχανικός! Ο αρχιτέκτονας όμως σαϊνι. Και είναι να θαυμάζει ακόμα πιο πολύ κανείς, όταν σκεφτεί πως το αριστούργημα αυτό γινότανε τον καιρό που οι Τούρκοι με τον Βαγιαζίτ τριγύριζαν σαν τα τσακάλια έξω από τη Θεσσαλονίκη, την οποία και πρωτοκυρίεψαν το 1391. Σκοτεινά χρόνια… «Εμαστίχθημεν μετρίως» σημειώνει με αρκετή ανακούφιση ο αρχιεπίσκοπος Ισίδωρος. Η μέση μου, το πανωκόρμι μου, όπου και οι μαστιγώσεις, αντιστοιχεί αποδώ μεριά μάλλον με το Διοικητήριο. Κτίριο ωραίο και χαρωπό, που όμως σχεδόν ποτέ δεν στέγασε – πλην του Ιασωνίδη – έναν δικό μας διοικητή, ένα ίνδαλμά μας. Εδώ είχε την έδρα του ο συμπαθέστατος εκείνος Τούρκος στρατηγός, ο Ταχσίν Πασάς, που μας παρέδωσε το Δώδεκα με φανερή προτίμηση, αν όχι και χαρά, τη Σαλονίκη. Είχα δει, μεταπολεμικά, στο ξενοδοχείο «Ριτς» της πόλεώς μας την έκθεση ζωγραφικής του γιού του Κενάν Ταχσίν Μεσσαρέ, όπου όλοι οι πίνακες – ακουαρέλες – παρουσίαζαν σκηνές από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, στα οποία Γιάννινα εγκαταστάθηκε και εξακολουθεί ευτυχώς να υπάρχει. Ίσως, βέβαια, να μην μπορούσε να κρατήσει τη Θεσσαλονίκη ο γέρο-στρατηγός, αλλά μπορούσε και αλλού να την παραδώσει, με το αζημίωτο μάλιστα. και τότε η περιπλοκή θα ήταν κάτι το ασύλληπτο… Προχωρώντας λοξά, βρίσκω ότι η δεξιά πλευρά της κοιλιάς μου είναι το Βαρδάρι, πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου. Είναι η Μπάρα, τα Λαϊκά σινεμά, τα χάνια και τα πεζοδρόμια, αλλά και οι Δώδεκα Απόστολοι και το θαμμένο Σαράπειο, η οδός Μοναστηρίου και η οδός Λαγκαδά, ιστορικοί δρόμοι και ωραίοι κάποτε, μοσκοβολιστοί σαν αχτάρικα. Αποδώ μπήκαν, στις 26 – 28 Οκτωβρίου, οι Έλληνες το Δώδεκα, αποδώ έφευγε ο στρατός για την Αλβανία μετά τις 28 Οκτωβρίου του Σαράντα, και αποδώ, πάλι, ξεκουμπίστηκαν, από τις 26 – 29 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί το Σαραντατέσσερα, μέρα Κυριακή, οι τελευταίοι, και ώραν ωσεί τετάρτην του απογεύματος… Αλλά την τελευταία απελευθέρωσή μας δεν μπορούμε, λέει, να την γιορτάσουμε, γιατί δεν υπάρχει τέτοια γιορτή νομοθετημένη… Και πώς να υπάρχει; Θου, Κύριε, φυλακήν τω στοματί μου.
Η γάμπα μου η δεξιά είναι ο δρόμος εκείνος που τραβάει για τον Παλιό Σταθμό και που ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω το όνομά του. Τελείως ξεχαρβαλωμένος πια από τα γκρεμίσματα και τις φρικτές ανεγέρσεις. Πάνε τα πανδοχεία τα εξαίρετα όπου οι συναντήσεις οι εξαίρετες: πατρόνες, ματρόνες, χωρικοί και χωρικές, και φτωχοί φαντάροι που κοιμόντουσαν όχι μονάχα με τα ρούχα αλλά και με τα άρβυλα. Από την άλλη πλευρά, εκεί όπου ακουμπούσαν τα υπαίθρια ουρητήρια, χτίζεται το καλλιμάρμαρο μέγαρο της Δικαιοσύνης. Αυτό το μεγαθήριο ήθελαν να το στήσουν οι άμυαλοι στην πλατεία Δικαστηρίων, εκείνην δηλαδή του Ομφαλού – πλατεία που αντιστοιχεί, πιστεύω, με τα σπλάχνα μου και με τον αφαλό μου, το κέντρο του σώματος, το κέντρο της μυστικής βυζαντινής Ελλάδας. Πάντως, για να χτιστούν τα δικαστήρια αυτά έριξαν τη μάντρα της Παλιάς Εφορίας Υλικού Πολέμου, όπου ο Μπαρούτ – Χανές, που αναφέραμε, και αποκαλύφθηκαν εκεί τείχη ωραιότατα, ταπεινά και θαλασσινά, όχι αγέρωχα σαν εκείνα των υψωμάτων, που δεν τα γνωρίζαμε ούτε εμείς οι λάτρεις. Ένα μέρος του τείχους, γλυμμένο και ευπρεπισμένο, προχωρεί, τώρα και στεγάζεται κάτω από το Μέγαρο το Δικαστικό, σε έναν μίζερο και γελοίο διάδρομο. Έτσι μ’ αυτήν την εξυπνάδα, έλυσαν το πρόβλημα του οικοπέδου. Όπως στην Αθήνα, όπου κάτω από το κτίριο ενός Υπουργείου διαφυλάσσεται, με αρκετά αεράτο τρόπο, είναι η αλήθεια, μια μικρή εκκλησία, που τη φωτογραφίζουν με ιδιαίτερο ζήλο οι Γιαπωνέζοι τουρίστες, οι οποίοι κάτι ξέρουν από πραγματικό στρίμωγμα. Αλλά στην περίπτωση του τείχους η εικόνα είναι απαράδεχτη, όχι μονάχα εξαιτίας της μιζέριας του διαδρόμου, αλλά και από το αφύσικο της σύζευξης. Από πότε άρχισε να προστατεύει η μυρμηγκοφαγική γραφειοκρατία τη μαχητικότητα, τα νιάτα και τη λεβεντιά; Και έτσι, με το’ να και με τ’ άλλο, η πόλη μας δεν υπάρχει πια, κι αν δεν το νιώθουμε ακόμη και τόσο, είναι γιατί τη συγκρατεί το μνημονικό μας. Υπάρχουν ευτυχώς ακόμα, και επιβάλλουν την παρουσία τους, τα τείχη και οι εκκλησίες οι βυζαντινές. Αυτές εξακολουθούν να κρατούν τα πράγματα. Θα έρθει, πιστεύω, εποχή που θα μας μέμφονται άγρια, καθώς θα τους είναι αδύνατο να συλλάβουν τη σημερινή παντοδυναμία των εργολάβων.
Εισχωρώντας, νιώθω στα σφυρά μου τον παλιό Σταθμό, όπου τα ταμπόνια των βαγονιών χτυπούν και μουδιάζουν, όπως και οι αστράγαλοι. Το πόδι μου, η πατούσα μου η δεξιά, είναι η προβλήτα της Ελευθέρας Ζώνης, που θα ήταν καλύτερο να τη νιώθω στη μέση μου για περισσότερη σιγουριά μου. Πάντως, η φτέρνα μου πατάει γερά στο Κέντρο Διερχομένων, που παραμένει αναλλοίωτο αφότου φύλαγα εκεί σκοπός. «Αν θέλεις να με πεθάνεις, εδώ βάρα με, τηλεκλητέ Πριαμίδη» .
Ο κόλπος ο Θερμαϊκός εισχωρεί, βέβαια, ανάμεσα στα πόδια μου – και ας αφήσω τις φτηνές συσχετίσεις που αυθόρμητα ξεπετάγονται. Δεν είναι πια διάφανος και δροσερός, όπως πρώτα. Με ψάρια άπειρα, ασημένιες σαγίτες, κατά τις ομαδικές τους τροπές. Έχει αρχίσει κάποια στασιμότητα, αναθυμίαση κάποια.
«Μαζί σαπίζουμε, Νύμφη του Θερμαϊκού.
Είσαι Νύμφη και είμαι Νυμφίος.
Και είσαι η γενέτειρά μου.
Εσύ, βέβαια, κάποτε θα ξανανιώσεις, όταν όλα αυτά τα μπετά ξαναγίνουνε,
έτσι ή αλλιώς χώματα.
Και στον καιρό της νέας δόξας σου, της νέας αναγέννησής σου,
αν είσαι η μάνα, η ανά, η μάϊκω, και η μάντρε,
εμάς Μπαγιάτιδες και Γιουνάνιδες, Αποικιστές και Αποίκους,
που όμως φέρνουμε τις ουλές και τα σφραγίσματά σου,
μη μας πατικώσεις
μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά,
όπως τόσο καλά ξέρεις,
αλλά να μας ξαναθυμηθείς,
να μας πεις υιούς σου
και να μας εξυψώσεις»
Ρωμαϊκή εποχή Θεσσαλονίκη-Ψηφιακή αναπαράσταση
Εξαιρετική αναπαράσταση της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, της Καμάρας, του Ιππόδρομου, της Βασιλικής του Γαλέριου κλπ!
Κάνε κλικ στην εικόνα για περισσότερες πληροφορίες.
Εξαιρετική αναπαράσταση της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, της Καμάρας, του Ιππόδρομου, της Βασιλικής του Γαλέριου κλπ!
Κάνε κλικ στην εικόνα για περισσότερες πληροφορίες.
Πηγή: http://www.thessalonikiartsandculture.gr/
Θέλετε να δείτε τι έβλεπε ο επισκέπτης ή ο περαστικός από τον Λευκό Πύργο στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά με σύγχρονα μέσα;
Δείτε μια εξαιρετική δουλειά από τον Βλαδίμηρο Νεφίδη και τον Δαμιανό Μαξίμοφ σε μια 3D αναπαράσταση! 3D Animation -Vladimiros Nefidis Video Editing -Damianos Maximov Music- Ευανθία Ρεμπούτσικα, "Μέσα άπο σένα ". Πηγή: http://www.thessalonikiartsandculture.gr/thessaloniki/palia-thessaloniki/3d-anaparastasi-tou-lefkoy-pyrgou-arxes-20ou-aiona#.Vieyh9IrKt9 |
|
Τρισδιάστατη απεικόνιση του Γαλεριανού συγκροτήματος.
Πάτησε εδώ για να δεις και να αντλήσεις πληροφορίες για το πώς ήταν το γαλεριανό συγκρότημα.
Πάτησε εδώ για να δεις και να αντλήσεις πληροφορίες για το πώς ήταν το γαλεριανό συγκρότημα.